- αντηχώ
- αντήχησα, ανακλώ τον ήχο, αντιλαλώ, βουίζω: Η αίθουσα αντηχούσε από τα χειροκροτήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντηχώ — αντηχώ, αντήχησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντηχώ — (AM ἀντηχῶ, έω) ανακλώ ήχο, αντιλαλώ νεοελλ. ηχώ, ακούγομαι αρχ. 1. αφιερώνω τραγούδι σε κάποιον ή τραγουδώ για κάποιο γεγονός 2. (για μουσικές χορδές) κάνω αντήχηση 3. εκφράζω αντίθεση με φωνές 4. αντιλέγω … Dictionary of Greek
αχοβολώ — ( άω) αντηχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αχώ «ηχώ, αντηχώ» + βολώ] … Dictionary of Greek
κελαηδώ — και κελαϊδώ και κιλαηδώ και κελαδώ, έω και άω (ΑΜ κελαδῶ, έω, Α επικ. τ. κελάδω, Μ και κιλαδῶ) (για πτηνά) τραγουδώ, ψάλλω νεοελλ. μσν. μτφ. (για ανθρώπους) 1. φλυαρώ ευχάριστα 2. τραγουδώ ή ηχώ χαρούμενα 3. αυθαδιάζω μσν. αντηχώ αρχ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
περιηχώ — περιηχῶ έω, ΝΜΑ αντηχώ ολόγυρα μσν. αρχ. παθ. περιηχοῡμαι 1. φημίζομαι παντού, η φήμη μου απλώνεται ολόγυρα 2. είμαι ενήμερος, έχω ακούσει φήμες αρχ. παθ. 1. κραυγάζω 2. αντηχώ* … Dictionary of Greek
συνεπηχώ — έω, Α 1. ψάλλω μαζί ή από κοινού με άλλον, συνοδεύω κάποιον που τραγουδάει («ἐξήρχεν αὐτὸς παιᾱνα... oἱ δὲ θεοσεβῶς... συνεπήχησαν μεγάλῃ τῇ φωνῇ», Ξεν.) 2. μτφ. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αντιστοιχία με κάποιον ή με κάτι 3. αντηχώ, αντιλαλώ («ὁ… … Dictionary of Greek
συνυπηχώ — έω, Α αντηχώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑπηχῶ «αντηχώ, αποκρίνομαι»] … Dictionary of Greek
άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… … Dictionary of Greek
αμφαϋτέω — ἀμφαϋτέω (Α) (μόνο σε τμήση) ηχώ ολόγυρα, αντηχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + αρχ. ἀϋτέω, ποιητ. τ. στον Όμηρο και καμιά φορά στους τραγικούς, που εκφράζει την έννοια τής κραυγής, και ιδιαίτερα τής πολεμικής κραυγής] … Dictionary of Greek
αμφιμυκώμαι — ἀμφιμυκῶμαι ( άομαι) (Α) 1. (για βόδια) τριγυρνώ μουγκρίζοντας 2. (για πράγματα) αντηχώ, αχολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + μυκῶμαι] … Dictionary of Greek